- ἀρρευμάτιστος
- ἀρρευμάτιστοςarresting dischargemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρρευμάτιστος — ἀρρευμάτιστος, ον (Α) [ρευματίζομαι] 1. αυτός που δεν πάσχει από ρευματισμούς 2. ο στυπτικός … Dictionary of Greek
ἀρρευμάτιστον — ἀρρευμάτιστος arresting discharge masc/fem acc sg ἀρρευμάτιστος arresting discharge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρευματίστοις — ἀρρευμάτιστος arresting discharge masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρευμάτιστοι — ἀρρευμάτιστος arresting discharge masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)